αξέβγαλτος

αξέβγαλτος
-η, -ο
αυτός που δεν ξεβγάλθηκε, άβγαλτος, απονήρευτος: Ήταν παιδί αξέβγαλτο και παρασύρθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αξέβγαλτος — η, ο 1. άβγαλτος, άπειρος 2. (για ρούχα) εκείνο που δεν το έχουν ξεβγάλει, ξεπλύνει με καθαρό νερό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”